κατακαθίζω

κατακαθίζω
κατακάθομαι*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατακαθίζω — κατακαθίζω, κατακάθισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. κατακάθομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιζάνω — (ΑΜ ἱζάνω, Α και αιολ. τ. ἱσδάνω) νεοελλ. κατακαθίζω αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθήσει, τοποθετώ, εγκαθιστώ, καθίζω 2. ιδρύω 3. (αμτβ.) κάθομαι, καθίζω τον εαυτό μου 4. (για το έδαφος) κατακαθίζω, καθιζάνω («ἱζάνοντος ἀεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον»).… …   Dictionary of Greek

  • συνιζάνω — ΝΜA καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.) μσν. αρχ. βυθίζομαι, βουλιάζω μσν. συνίζω*, μετέχω σε σύσκεψη αρχ. προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • ακατακάθιστος — η, ο [κατακαθίζω] 1. αυτός που δεν έχει κατακαθίσει, δεν έχει κατασταλάξει «ακατακάθιστος καφές» 2. όποιος δεν κάθεται κάτω ούτε στιγμή, ο αεικίνητος «ακατακάθιστο παιδί» 3. μτφ. εκείνος που δεν έχει κατακάτσει, δεν έχει κατευναστεί «ακατακάθιστη …   Dictionary of Greek

  • ανίζηση — η η ανύψωση τμήματος του εδάφους πάνω από την κανονική επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + ίζηση < ιζάνω «κατακαθίζω, καθιζάνω»] …   Dictionary of Greek

  • βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… …   Dictionary of Greek

  • ενυφίζω — ἐνυφίζω και ένιφιζάνω (AM) (για υγρά) κατακάθομαι, κατακαθίζω …   Dictionary of Greek

  • καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • καθιζάνω — (Α καθιζάνω, αιολ. τ. κατισδάνω) νεοελλ. 1. γεωλ. (για εδάφη) υποχωρώ προς τα κάτω, υφίσταμαι καθίζηση, καθίζω, κατολισθαίνω, βουλιάζω 2. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακαθίζω, κατέρχομαι στον πυθμένα ως ίζημα αρχ. κάθομαι, καθίζω («οἱ δὲ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”